παρασιτοειδισμός

παρασιτοειδισμός
ο
βιολ. περίπτωση παρασιτισμού που παρατηρείται σε έντομα παράσιτα άλλων εντόμων, κατά τον οποίο το παράσιτο αυτό, που ονομάζεται παρασιτοειδές, θανατώνει πάντοτε τον ξενιστή του και έπειτα ζει ελεύθερο ως ενήλικο, φαινόμενο που αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες περιορισμού τών πληθυσμών άλλων εντόμων και χρησιμοποιείται για την βιολογική καταπολέμηση επιβλαβών για την γεωργία ειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. parasitoidism < παράσιτο + είδος + ισμός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”